- περίσταση
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 26 μ.), στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται πολύ κοντά στην Κατερίνη της οποίας αποτελεί προάστιο. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ. χλμ.).
* * *η / περίστασις, -εως, ΝΜΑ [περιίστημι]1. κατάσταση τών πραγμάτων, συγκυρία, σύμπτωση (α. «οι περιστάσεις είναι δύσκολες και χρειάζεται ομοψυχία» β. «τὰ κατὰ περίστασιν καθήκοντα» — όσα επιβάλλει η εκάστοτε κατάσταση τών πραγμάτων, Πολ.)2. (με αρνητική σημ.) η κρίσιμη κατάσταση, οι κακοί καιροί («ανάθεμα την περίσταση, διαφορετικά θα ήμουν άλλος άνθρωπος»)3. αρχιτ. κιονοστοιχία που περιβάλλει έναν αρχαίο ναό, αλλ. πτερό, περίστυλονεοελλ.-μσν.κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία («εκμεταλλεύθηκε τις περιστάσεις και πλούτισε»)αρχ.1. το να στέκεται κανείς τριγύρω, ολόγυρα2. ομάδα ανθρώπων που στέκεται γύρω από κάτι, συγκεντρωμένο πλήθος3. περικύκλωση4. οτιδήποτε περιβάλλει κάτι, ο χώρος που βρίσκεται γύρω από κάτι5. ο ελεύθερος χώρος που βρίσκεται γύρω από μια οικοδομή6. η στοά που σχηματίζεται από την κιονοστοιχία η οποία περιβάλλει έναν αρχαίο ναό7. (ρητ.) τα σχετικά με την υπόθεση που πραγματεύεται ο ρήτορας περιστατικά8. πομπώδης και μεγαλοπρεπής εξωτερική εμφάνιση, επίδειξη, χλιδή9. (μετεωρ.) οι κλιματολογικές συνθήκες, η κατάσταση τής ατμόσφαιρας («λοιμικὰς περιστάσεις» — καταστάσεις τού αέρα που έχει λοιμώδη μιάσματα, Πολ.)10. αστρον. η θέση τών ουράνιων σωμάτων11. (για ανέμους) περιστροφή, περιφορά12. κύκλος («ἡ τοῡ μεγάλου ἐνιαυτοῡ περίστασις», Εύδημ.)13. η διεύθυνση τής κίνησης («αἱ ἕξ περιστάσεις» — οι έξι διευθύνσεις τής κίνησης, δηλαδή προς τα επάνω, κάτω, εμπρός, πίσω, αριστερά και δεξιά)14. βίαιη επίθεση15. πίεση με επίμονες εκκλήσεις16. υλικά κατάλληλα για χρήση17. φρ. «αἱ περιστάσεις» — τα παρόντα.
Dictionary of Greek. 2013.